- κλεπτίστατος
- κλεπτίστατοςthe most arrant thiefmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεπτίστατος — κλεπτίστατος, άτη, ον (Α) (υπερθ. τού κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός τού ουσιαστικού κλέπτης,… … Dictionary of Greek
κλεπτίστατον — κλεπτίστατος the most arrant thief masc acc sg κλεπτίστατος the most arrant thief neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτιστάτους — κλεπτίστατος the most arrant thief masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτίσταται — κλεπτίστατος the most arrant thief fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτίστατε — κλεπτίστατος the most arrant thief masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτίστατοι — κλεπτίστατος the most arrant thief masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτιστάτας — κλεπτιστάτᾱς , κλεπτίστατος the most arrant thief fem acc pl κλεπτιστάτᾱς , κλεπτίστατος the most arrant thief fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτίστερος — κλεπτίστερος, έρα, ον (Α) (συγκριτ. τού κλέπτης) μεγαλύτερος κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλεπτίστατος] … Dictionary of Greek